Τι είδε ο Γιώργος στη Βραζιλία

μετά το ΔΝΤ…


Με ένα σημαντικό  πρόβλημα, αυτό του υψηλότατου ελλείμματος  και του αρνητικότατου ισοζυγίου  οδηγήθηκε αρχικά η Βραζιλία στα  «δίχτυα» του ΔΝΤ!

Ήταν το 1997 όταν η χώρα της σάμπας, καίτοι από τις πλουσιότερες του κόσμου σε πρώτες ύλες και ενεργειακά αποθέματα, άρχισε να βιώνει τα θλιβερά αποτελέσματα της επιλογής της κυβέρνησής της, περίπου 3 χρόνια πριν, το 1994, να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα σταθερότητας, το επονομαζόμενο «Plano Real», που συνίστατο στην εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του ρεά, σε απόλυτη ισοτιμία 1 προς 1 με το αμερικανικό δολάριο.  

Το πρόγραμμα  «δούλεψε» αρχικά και αντιμετώπισε το τότε μείζον πρόβλημα του υπερπληθωρισμού, όμως όταν άρχισε η κρίση στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας (η κρίση των «ασιατικών τίγρεων») «χτύπησαν» οι οίκοι αξιολόγησης, υποβάθμισαν τη βραζιλιάνικη οικονομία, οι επενδυτές απέσυραν μαζικά τα χρήματα τους από τη χώρα μειώνοντας μέσα σε 90 ημέρες τα συναλλαγματικά της αποθέματα κατά σχεδόν 28 δις δολάρια.

Κάπου εκεί η  πραγματική οικονομία σχεδόν κατέρρευσε, ήρθε ένα κραχ στο Χρηματιστήριο  στο Σάο Πάολο και πρακτικά «υπαγορεύτηκε» στη Βραζιλία η καταφυγή στο ΔΝΤ για βοήθεια τον  Ιανουάριο του 1998.  

Το ΔΝΤ τότε ενέκρινε χρηματοδότηση ύψους 42,6 δις δολαρίων απαιτώντας όμως από τη βραζιλιάνικη να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα εξοικονόμησης πόρων, περιορίζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού της από το 8,1% του ΑΕΠ το 1998, στο 4,7% το 1999! Το πρόγραμμα προέβλεπε αυξήσεις φόρων, μειώσεις των δημοσίων δαπανών – ιδίως στους τομείς της Υγείας και της Παιδείας κατά πάνω από 40%, καθώς επίσης την αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων. Αυτές οι τελευταίες επιλογές αποδείχθηκαν κομβικές για τη συνέχεια.

Μέσα σε λίγους μήνες πάνω από 12 εκατομμύρια οικογένειες που στηρίζονταν στα κοινωνικά επιδόματα για την επιβίωσή τους βρέθηκαν στο δρόμο – κυριολεκτικά. Οι αυξήσεις στους φόρους και η αποδέσμευση του μισθού όλων των εργαζομένων από τον ετήσιο τιμάριθμο, ολοκλήρωσε την καταστροφή στον κοινωνικό ιστό της χώρας.

Τρία χρόνια μετά, το 2001, στις μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας, είχε ξεσπάσει ένας «ταξικός» πόλεμος, που μάλιστα είχε και εκατοντάδες θύματα. Τα διεθνή δίκτυα μετέδιδαν εικόνες επιχειρηματιών που μετακινούνταν με ελικόπτερα και στρατιές φρουρών. Ουσιαστικά πάνω από το 30% του πληθυσμού της Βραζιλίας ζούσε σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης και υποσιτισμού.

Κι όλα αυτά με το εξωτερικό χρέος της Βραζιλίας στο 52% του ΑΕΠ της.  

Τον Αύγουστο του 2001, η κυβέρνηση της Βραζιλίας κατέφυγε εκ νέου στο ΔΝΤ για τη χορήγηση ενός νέου δανείου. Το αίτημα της έγινε αποδεκτό και της χορηγήθηκαν κεφάλαια ύψους 15 δις δολαρίων με νέες «απαιτήσεις» μεγάλων περικοπών στις δαπάνες του προϋπολογισμού, στους τομείς της Παιδείας, και της Υγείας και περαιτέρω «ελάφρυνση» του Δημοσίου από κάθε παραγωγική εταιρεία. Η Βραζιλία του τεράστιου ορυκτού και ενεργειακού πλούτου διαθέτει ουσιαστικά σήμερα μόλις μία κρατική εταιρεία στον χώρο, την ενεργειακή Petrobras.

Το 2002 στην εξουσία αναρριχήθηκε το Εργατικό Κόμμα και ο νυν Πρόεδρος της χώρας Lula da Silva. Ο τελευταίος επέκτεινε τη συμφωνία με το ΔΝΤ εξασφαλίζοντας νέες χρηματοδοτήσεις της τάξης των 30 δις δολαρίων, παράλληλα όμως έχοντας την ευχέρεια να υποτιμήσει το ρεάλ, κίνηση η οποία λειτούργησε θετικά στις εξαγωγές της χώρας!  

Η «συμφωνία» με το ΔΝΤ και πρωτίστως η ευεργετική αύξηση στις τιμές του μαύρου χρυσού ώθησε τη βραζιλιάνικη οικονομία. Ο πρόεδρος Lula da Silva δεν δίστασε να πάρει μέχρι κεραίας τα μέτρα για τα οποία είχε δεσμευθεί απέναντι στο ΔΝΤ. Όμως έκανε ακόμα μια στρατηγική επιλογή, πέραν της υποτίμησης του νομίσματος. Παράλληλα πόνταρε στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής που αποδείχθηκε αρκούντως εντυπωσιακή. Η Βραζιλία συγκαταλέγεται σήμερα στις μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνάμεις του κόσμου σε σιτηρά και γενικότερα σε αγροτικά προϊόντα.  

Σταδιακά στη  χώρα επανέκαμψαν τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια, το χρηματιστήριο πέρυσι εκτοξεύθηκε, τα ομόλογα της χώρας  τυγχάνουν της προτίμησης παραδοσιακών «διεθνών παικτών». Οι υποχρεώσεις της χώρας εξυπηρετούνται κανονικά, η χρεοκοπία απεφεύχθη και οι αριθμοί ευημερούν. Τα κοινωνικά προβλήματα πάντως παραμένουν, με πάνω από το 30% του πληθυσμού της χώρας να «φλερτάρει» με την απόλυτη φτώχεια.  source:protothema.gr
top