Είμαστε Μπανάνες 

(=Kάτοικοι Μπανανίας)...

Τι μας έμαθε για την Ελλάδα το άρθρο του VanityFair για την Ελλάδα

Banana
Στο τεύχος του περιοδικού Vanity Fair που κυκλοφορεί υπάρχει ένα μεγάλο (12 χιλιάδες λέξεις!) κείμενο για το Βατοπέδι και την οικονομική κρίση της Ελλάδας. Είναι πλούσιο άρθρο, πολύ καλογραμμένο, και εξηγεί το μεγάλο σκάνδαλο με τρόπο εύληπτο και κατανοητό σε βαθμό που, αν δεν έχεις ιδέα για την υπόθεση, αυτό να είναι το καλύτερο σημείο να ξεκινήσεις το διάβασμα (πράγμα που, με τη σειρά του, σου λέει πολλά για το επίπεδο της ελληνικής δημοσιογραφίας). Το έγραψε ένας κύριος που λέγεται Μάικλ Λιούις, ο οποίος έχει γράψει μια ντουζίνα βιβλία οικονομικού περιεχομένου και πολλά άρθρα για αντίστοιχης σημασίας θέματα σε μεγάλα περιοδικά. Η έρευνά του για το συγκεκριμένο ήταν αν μη τι άλλο εντυπωσιακή: Ταξίδεψε στο Βατοπέδι, όπου μίλησε με τον ιθύνοντα νου Αρσένιο και εν συντομία και με τον διαβόητο ηγούμενο Εφραίμ, ενώ στην Αθήνα πήρε συνεντεύξεις από δεκάδες ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο Στέφανος Μάνος, πολιτικοί, επιχειρηματίες, εφοριακοί και ο (άμεσα εμπλεκόμενος στο σκάνδαλο) Πέτρος Δούκας, ο οποίος δήλωσε στον Λιούις πως δέχτηκε ασφυκτικές πιέσεις από το πρωθυπουργικό γραφείο και τον Γιάννη Αγγέλου προσωπικά για να υπογράψει την ανταλλαγή των εκτάσεων ανάμεσα στο μοναστήρι και το κράτος (και, σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων, όπως αναφέρει το άρθρο, είχε απαντήσει «άντε και γαμήσου, δεν υπογράφω»).

Υπάρχουνε βέβαια αδυναμίες στο κείμενο, όπως οι υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές των γενειάδων των μοναχών (που προφανώς έκαναν μεγάλη εντύπωση στον συγγραφέα) και του πώς ζούνε («τρώνε σαν μοντέλα πριν από φωτογράφηση»), οι αναφορές στην ομοιότητα του Εφραίμ στον Άη Βασίλη, η πολύ άστοχη περιγραφή της δολοφονίας των εργαζομένων στη Marfin το Μάιο και κάποια συμπεράσματα ελαφρώς αστήρικτα («στην Ελλάδα οι τράπεζες ήταν που βούλιαξαν το κράτος» κλπ.) που πλήττουν την εγκυρότητα του όλου. Αλλά αυτά δεν είναι το σημαντικότερο για εμάς. Ούτε η περιγραφή του σκανδάλου στο Βατοπέδι (που είναι ευανάγνωστη αλλά όχι πλήρης), ούτε και τα στοιχεία που δίνει για την Ελληνική χρεοκοπία εν γένει.

Το σημαντικότερο είναι η άποψη που σχηματίζει για την Ελλάδα και τους Έλληνες φεύγοντας. Γιατί αυτός δεν ήρθε να μας δει ως τουρίστας, να πάει στην ταβέρνα να φάει καλαμαράκια και να μας παρατηρήσει καθώς μιλάμε στα κινητά, φωνάζουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, έξω καρδιά Ζορμπάδες. Ήρθε και άνοιξε τα κιτάπια. Ρώτησε και έμαθε πως συμπεριφερόμαστε στο πιο κρυφό κομμάτι της ζωής μας, πιο μυστικό κι απ’ το πόσο και πού πηδάμε: Το πορτοφόλι. Και το συμπέρασμά του ήταν πως είμαστε μια κοινωνία που, όπως γράφει, «έχει υποστεί κάτι που μοιάζει με πλήρη ηθική κατάρρευση».

Και βέβαια μπορείς να πεις τα γνωστά, τί να μας πει τώρα μωρέ ο κουτόφραγκος, ο βελανιδοφάγος ο χόμο χάμπιλις, ο ανθέλληνας. Πες το, τσάμπα είναι, τόσες φορές το ‘χεις πει (εσύ, που ξέρεις πάντα καλύτερα).

Αλλά έχει δίκιο.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του άρθρου αυτού, και ο λόγος για τον οποίο κάθε Έλληνας που έχει από Λόουερ και πάνω θα πρέπει να το διαβάσει (υπάρχει ολόκληρο online) είναι ότι περιγράφει εύγλωττα και γλαφυρά, μέσα σε λίγες προτάσεις, την άρρωστη Ελληνική ψυχοπαθολογία, αυτό τον καρκίνο που μας χωρίζει και μας κατατρώει τον καθένα ξεχωριστά, τον οποίο ξέρουμε και νιώθουμε όλοι αλλά ελάχιστοι (πράγμα που, με τη σειρά του, σου λέει πολλά για το επίπεδο της ελληνικής λογοτεχνίας) έχουν καταφέρει να περιγράψουν τόσο εύστοχα.

Γράφει για την αδιανόητη διαφθορά της κοινωνίας μας:

"Στην Αθήνα ένιωσα μερικές φορές ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο για μένα ως δημοσιογράφο: Μια πλήρη αδιαφορία για υλικό που ήταν καταφανώς σοκαριστικό. Καθόμουν για παράδειγμα με κάποιον που είχε εικόνα για το πώς δουλεύει η Ελληνική κυβέρνηση –έναν τραπεζίτη, έναν εφοριακό, έναν αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, έναν πρώην βουλευτή- και έβγαζα το σημειωματάριό μου, και άρχιζα να γράφω τις ιστορίες που μου έλεγαν. Και τα σκάνδαλα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Πριν περάσουν είκοσι λεπτά το ενδιαφέρον μου εξατμιζόταν. Τα σκάνδαλα που μου περιέγραφαν ήταν υπερβολικά πολλά. Δεν έφταναν μόνο για ένα άρθρο περιοδικού: Μπορούσαν να γεμίσουν βιβλιοθήκες".

Για το χαρακτήρα μας:

"Οι Έλληνες μεμονωμένοι είναι υπέροχοι άνθρωποι: Θερμοί, με χιούμορ, έξυπνοι, καλοί στην παρέα. «Τι ωραίος λαός!» σκεφτόμουν μετά από μερικές δεκάδες συνεντεύξεις. Μόνο που δεν αισθάνονται κι αυτοί το ίδιο: Το δυσκολότερο πράγμα στην Ελλάδα είναι να βρεις Έλληνα που θα πει καλό λόγο για άλλο Έλληνα πίσω από την πλάτη του. Καμία επιτυχία δεν γίνεται αποδεκτή χωρίς υποψίες. Όλοι είναι σίγουροι ότι οι πάντες κλέβουν στους φόρους, δωροδοκούν πολιτικούς ή εισπράττουν δωροδοκίες, λένε ψέματα για την αξία των ακινήτων τους. Και αυτή η πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Η επιδημία του ψέματος και της κλεψιάς έχει μετατρέψει κάθε έννοια πολιτισμένης κοινωνικής ζωής αδύνατη. Και η κατάρρευση της κοινωνικής ζωής ενθαρρύνει ακόμα περισσότερα ψέματα, ακόμα περισσότερες κλεψιές. Οι Έλληνες δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη μεταξύ τους, γι’ αυτό ο καθένας τους μένει αποκλεισμένος στον εαυτό του και στην οικογένειά του".

Για την εντελώς προσωπική, «στρεβλή» ιδέα μας περί δικαιοσύνης.

"Πενήντα φορές ακούω την ατάκα ότι οι Έλληνες ενδιαφέρονται για τη «δικαιοσύνη», κι ότι αυτό που κάνει το αίμα τους να βράζει είναι το αίσθημα της αδικίας. Προφανώς σ’ αυτό δεν διαφέρουν από κανένα ανθρώπινο πλάσμα στον πλανήτη, αλλά η περιγραφή παραλείπει κάτι σημαντικό: Το τί είναι αυτό ακριβώς που οι Έλληνες θεωρούν «άδικο». Προφανώς δεν είναι η διαφθορά του πολιτικού τους συστήματος. Ούτε η φοροδιαφυγή, ή τα φακελάκια. Όχι: Αυτό που τους ενοχλεί είναι όταν κάποιος τρίτος παράγοντας, κάποιος ξένος, κάποιος ξεκάθαρα διαφορετικός από τους ίδιους, με κίνητρα διαφορετικά από το στενό και εύκολα κατανοητό προσωπικό όφελος έρχεται και εκμεταλλεύεται τη διαφθορά του συστήματός τους".

Και, τελικά:

"Η χώρα αυτή δεν λειτουργεί ως κοινωνία. Είναι μια συλλογή από άτομα, καθένα από τα οποία έχει συνηθίσει να υπερασπίζεται τα προσωπικά του συμφέροντα εις βάρος του κοινού καλού".

Κάτσε και σκέψου το: Άδικο έχει;

ΥΓ: Σκέψου, παρεμπιπτόντως (όχι ότι έχει σημασία, αλλά σκέψου): Ακριβώς την ίδια άποψη θα έχουν για εμάς και κάποιοι άλλοι που έχουν έρθει και έχουν ανοίξει τα κιτάπια μας και βλέπουνε πώς ζούμε πραγματικά: Οι άνθρωποι της τρόικας.source:yupi.gr
top