Οι επενδύσεις στη χώρα που γέννησε το παράδοξο...
Tου Στεφανου Kασιματη
Γνωρίζοντας ότι δεν είχε καμία σχετική εκκρεμότητα, πήγε μια ωραία πρωία στο ΙΚΑ της περιοχής όπου είναι η έδρα της επιχείρησής του, με την αυταπάτη ότι, αν όχι την επομένη, το πολύ σε δυο-τρεις ημέρες θα είχε στα χέρια του την πολυπόθητη ασφαλιστική ενημερότητα. Δεν είχε υπολογίζει, όμως, δύο τινά: Πρώτον, ότι το κράτος αντιμετωπίζει εκ προοιμίου τον πολίτη –και ιδίως τον επιχειρηματία– ως ένοχο απάτης και, γι’ αυτόν τον λόγο, τον υποχρεώνει κατ’ αρχάς να αποδείξει την αθωότητά του. Δεύτερον, ότι η ελληνική Δημόσια Διοίκηση διέπεται από την αρχή της προστασίας του δικαιώματος στην τεμπελιά – για τους λειτουργούς της, φυσικά.
Του ζητήθηκε, ως εκ τούτου, να κάνει ο ίδιος τη δουλειά, την οποία σε οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα του κόσμου θα όφειλαν να φέρουν εις πέρας οι υπάλληλοι του κράτους. Δηλαδή, να απευθυνθεί σε διάφορα καταστήματα του ΙΚΑ ανά την Αττική, όπου κατά καιρούς είχε αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα, και να ζητήσει βεβαιώσεις ότι δεν είχε ανοιχτές υποχρεώσεις από τη συμμετοχή του σε άλλες εταιρείες κατά το παρελθόν, έστω κι αν είχε προ πολλού αποχωρήσει από αυτές ή τις είχε πουλήσει. Το παρήγορο είναι ότι τουλάχιστον δεν είχαν την απαίτηση να προσκομίσει τις βεβαιώσεις αυτοπροσώπως, αλλά εστάλησαν στο αρμόδιο για την έκδοση της ασφαλιστικής ενημερότητας κατάστημα του ΙΚΑ διά της υπηρεσιακής οδού. Ομως, αυτό ακριβώς υπογραμμίζει τον παραλογισμό της διαδικασίας: Και τότε, γιατί δεν μπορούσαν από την αρχή οι υπάλληλοι του ΙΚΑ να ζητήσουν τις βεβαιώσεις και έπρεπε να τρέξει να το κάνει ο ίδιος ο αιτούμενος; Τρέχα γύρευε...
Δεν είναι μια ασυνήθιστη ιστορία (συμβαίνουν πολύ χειρότερα...), αλλά γι’ αυτό είναι χαρακτηριστική. Καχυποψία –αν όχι εχθρότητα– από πλευράς του κράτους, πολυνομία και περιπλοκότητα των διαδικασιών, οργανωτική ανεπάρκεια της γραφειοκρατίας, διαφθορά και, προπαντός, αστάθεια του φορολογικού συστήματος συνιστούν την πραγματικότητα με την οποία έχει να αναμετρηθεί ο επιχειρηματίας στην Ελλάδα. Εξ ου και η δραματική υστέρηση στις ιδιωτικές επενδύσεις – σε πολλούς αρέσουν τα μυθιστορήματα του Κάφκα, αλλά κανείς δεν θα ήθελε να τα ζήσει στην πραγματικότητα, βάζοντας μάλιστα και τα λεφτά του από πάνω. Τώρα, όμως, η κυβέρνηση υπόσχεται ότι ανοίγει ο δρόμος για την προσέλκυση επενδύσεων, χάρη στο νομοσχέδιο που έχει ετοιμάσει ο υπουργός Επικρατείας Χάρης Παμπούκης: το «fast track» για τις επενδύσεις.
Πάνε τουλάχιστον 16 χρόνια αφότου ακούστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η εξαγγελία της απλούστευσης και της επιτάχυνσης των γραφειοκρατικών διαδικασιών για την αδειοδότηση των επενδύσεων. Ηταν τον Απρίλιο του 1994, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επισκέφθηκε επισήμως τις ΗΠΑ ως πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στην καθιερωμένη ομιλία του ενώπιον των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου, ο τότε υπουργός Οικονομίας είχε ανακοινώσει την πρόθεση της κυβέρνησης να ιδρύσει το λεγόμενο «one stop shop», όπως ήταν τότε η έκφραση της μόδας για το σημερινό «fast track». Φίλος διπλωμάτης (συνταξιούχος σήμερα), ο οποίος μετείχε στην κυβερνητική αποστολή, θυμάται την έκπληξη που ένιωσε μόλις άκουσε την εξαγγελία. Καθώς το ζήτημα δεν είχε θιγεί στις υπηρεσιακές συσκέψεις για την προετοιμασία της επίσκεψης, ρώτησε τους συναδέλφους του, αν γνώριζαν κάτι περισσότερο για να τον διαφωτίσουν, όμως κανείς τους δεν είχε ιδέα. Παραμέρισε, λοιπόν, τον έμφυτο κυνισμό του και υπέθεσε ότι επρόκειτο για «τον λαγό στο καπέλο», την ευχάριστη έκπληξη που είχε κρατηθεί ώς το τέλος.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1996, ο ίδιος άνθρωπος βρέθηκε και πάλι στην Ουάσιγκτον, συνοδεύοντας τον νέο πρωθυπουργό της χώρας Κώστα Σημίτη. Ολα τα άλλα, όμως, είχαν μείνει τα ίδια. Ηταν ο ίδιος υπουργός Οικονομίας, που έκανε την ίδια ομιλία, μπροστά στο ίδιο κοινό επιχειρηματιών, με την ίδια εξαγγελία του «οne stop shop» για τις επενδύσεις. Αυτή τη φορά, ο διπλωμάτης δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν τίποτε. Κατάλαβε αμέσως και γλίστρησε διακριτικά έξω από την αίθουσα.
Επρεπε να φτάσουμε στα όρια της χρεοκοπίας και να χρειαστεί να μας επιβάλουν οι σωτήρες-δανειστές μας τις μεταρρυθμίσεις, που οφείλαμε να έχουμε υλοποιήσει με δική μας πρωτοβουλία, ώστε να φτάσει κάποτε η ώρα της απλοποίησης των διαδικασιών για τις ιδιωτικές επενδύσεις, με τη μορφή νόμου ηυξημένης τυπικής ισχύος, όπως έγινε, δηλαδή, για τα έργα των Ολυμπιακών, αλλά και παλαιότερα με τον νόμο 289/1976 του Παναγή Παπαληγούρα για την ανάπτυξη της Θράκης. Ομως, η εικόνα των κυβερνητικών προθέσεων εξακολουθεί να μην είναι ξεκάθαρη. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, πρόσβαση στα ευεργετήματα του νομοσχεδίου που έχει ετοιμασθεί θα έχουν οι επενδύσεις που εμπίπτουν σε μία από τις εξής τέσσερις κατηγορίες: είτε συνολικού ύψους άνω των 200 εκατομμυρίων ευρώ, είτε 75 εκατομμυρίων, όπου όμως θα δημιουργούν τουλάχιστον 200 νέες θέσεις εργασίας, είτε του ενός εκατομμυρίου ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι θα αφορούν υψηλή τεχνολογία, είτε, τέλος, οι «μείζονος εθνικής σημασίας», που οποίες προσδιορίζονται βάσει κριτηρίων, όπως η μεταφορά καινοτομίας και η ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης σε «ευαίσθητες» περιοχές και για τις οποίες δεν ορίζεται κατώτατο όριο.
Γεννάται, όμως, το ερώτημα: Aφού η κυβέρνηση παίρνει, επιτέλους, την απόφαση για το μεγάλο βήμα, γιατί τουλάχιστον δεν το κάνει ολόκληρο; Γιατί, με άλλα λόγια, δεν χαμηλώνει ακόμη περισσότερο τα όρια; Η εκτίμηση παραγόντων της αγοράς είναι ότι –όσο κι αν ακούγεται παράδοξο– το κίνητρο που οδηγεί την κυβέρνηση στη θέσπιση του «fast track» είναι η ανάγκη να παρακαμφθούν η ανεπάρκεια και οι ιδεοληψίες ορισμένων μελών της, όπως η κυρία Μπιρμπίλη, λ.χ., η οποία ευθύς μόλις ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα, ως συνεπής ακτιβίστρια της πουριτανικής οικολογίας, φρόντισε να παγώσει τη διαδικασία αξιολόγησης όσων αιτήσεων είχαν υποβληθεί ώς τότε, αναγκάζοντας ουσιαστικά τους υποψήφιους επενδυτές να πετάξουν στα σκουπίδια κοπιώδεις και υψηλού κόστους μελέτες που συνόδευαν τις αιτήσεις τους. Διερωτάται κανείς, βεβαίως, μήπως θα ήταν περισσότερο λογικό, αντί να χρειάζεται ειδικός νόμος για να υπερβεί τις αδυναμίες των στελεχών της κυβέρνησης, να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα για τις θέσεις των υπουργών. Ομως, εν προκειμένω, η κοινή λογική προσκρούει στην προστασία της πολιτιστικής παράδοσης του τόπου μας: Ας μην ξεχνάμε ότι οι Ελληνες συνέλαβαν πρώτοι την έννοια του παραδόξου...
The prince of darkness
Αποδεικνύεται, εν τέλει, ότι ο Πρίγκιψ Νικόλαος των Παπανδρέου ήταν το πρόσωπο με τον κρισιμότερο ρόλο στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Ετσι, η κυρία Μπιρμπίλη, με την οποία οι σχέσεις τους έχουν από καιρό διαταραχθεί, είδε τον έμπιστο της οικογενείας Νίκο Σηφουνάκη να διορίζεται αναπληρωτής (επιτηρητής;) στο υπουργείο της. Οσο για τον υπουργό Επικρατείας Χάρη Παμπούκη, με τον οποίον επίσης είχε τσακωθεί, βρέθηκε αποδυναμωμένος στο περιθώριο –κατά κάποιον τρόπο όπως ο Τσώρτσιλ μετά το φιάσκο της Καλλίπολης έγινε υπουργός για το Δουκάτο του Λάνκαστερ. Ακούω ότι τις σχετικές αποφάσεις έλαβε ο πρωθυπουργός ένα Σαββατοκύριακο του Αυγούστου, που το πέρασε σε ξενοδοχείο της Κρήτης, μόνο με τη συντροφιά του αδελφού του Πρίγκιπος Νικολάου και, ασφαλώς, του Αυλάρχη Νικολάου Σηφουνάκη...source:kathimerini.gr
top