Η βοή του ανέμου...
Tου Aλεξη Παπαχελα
Εχουν περάσει τέσσερις μήνες από τότε που μας άφησε ο Αντώνης Καρκαγιάννης και ομολογώ ότι μας λείπει, πολύ! Προσπαθούμε οι 2 - 3 που αναλάβαμε τον δύσκολο (επαχθή σχεδόν) ρόλο της αναπλήρωσης του κενού αυτής εδώ της στήλης να γεμίσουμε τις αράδες που άφησε άδειες φεύγοντας, αλλά... δεν γεμίζουν το ίδιο οι διαολεμένες. Ξέρω ότι και σε σας λείπει εκείνη η αμεσότητα του γραψίματος, που σε έκανε να νιώθεις ότι είχες κάτσει με τον Καρκαγιάννη στις ψάθινες καρέκλες ενός καφενείου και συζητούσες όσα συνέβαιναν γύρω. Και φαντάζομαι πόσο σας λείπει το ξάφνιασμα, το απρόβλεπτο, αλλά και το αιρετικό. Ο Καρκαγιάννης απεχθανόταν δύο πράγματα, ή μάλλον τρία, στο γράψιμο: το πολύ επιτηδευμένο στυλ, που το θεωρούσε δείγμα ανεπάρκειας στοχασμού, την υπερβολική σημασία στον ούτως αποκαλούμενο «κοινό νου» και βέβαια το να πηγαίνει κανείς μαζί με το ρεύμα.
Τις προάλλες έκανα κάτι που σχεδίαζα καιρό: επισκέφθηκα τη Γυάρο, ένα καταραμένο μέρος στο οποίο είχε περάσει αρκετά χρόνια ο Καρκαγιάννης. Παλιότερα δεν μίλαγε πολύ για το «νησί», γιατί τον εκνεύριζε πόσο είχε γίνει εργαλείο μάρκετινγκ για ένα κομμάτι της Αριστεράς και κλισέ καρικατούρα για άλλους. Τους τελευταίους μήνες όμως άρχισε να μιλάει περισσότερο για τα χρόνια της εξορίας και κυρίως για τη Γυάρο. Σκαρφαλώνοντας τα αφιλόξενα βράχια, με το επιβλητικό κοκκινωπό κτίριο που θυμίζει εγγλέζικες φυλακές, θυμόμουν πως «το μόνο πράγμα που με τρέλαινε ήταν ο αέρας, εκείνο το απαίσιο συνεχές βουητό του αέρα που δεν σταμάταγε νύχτα μέρα». Θυμήθηκα ακόμη την κωμική επίσκεψη Παττακού, ο οποίος, αφού δέχθηκε μια απρόσμενη επίθεση των γυναικών κρατουμένων, ανέβηκε σε ένα σκαμνί και τους δήλωσε: «Ο Θεός να φωτίζει και εσάς και εμάς...».
Περπατώντας στα κελιά της απομόνωσης, όπως τουλάχιστον τα εντόπισα έχοντας κατά νουν τις διηγήσεις του, αναρωτήθηκα πόση δύναμη και πόσο δυνατό μυαλό πρέπει να έχει κάποιος για να τα βάλει όλα αυτά πίσω του χωρίς να ζητάει ποτέ εκδίκηση, χωρίς να κρατάει σε ομηρία αυτών των πέτρινων αναμνήσεων τη σκέψη του. Κάθε άλλο, ο Καρκαγιάννης ήταν πολύ ανοιχτό μυαλό για να εγκλωβισθεί σε τέτοιου τύπου αδιέξοδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία και συνάντησε δύο φορές τον νοσηλευόμενο σε νοσοκομείο Γεώργιο Παπαδόπουλο και από τις στήλες της «Καθημερινής» ζήτησε, επωνύμως, την άνευ όρων αποφυλάκισή του. Και το κυριότερο, δεν κράτησε «ύφος» και δεν έγινε «πλασιέ» των αριστερών κλισέ. Αντιθέτως, το μόνο που κράτησε από αυτή την περίοδο ήταν η δυσπιστία του απέναντι στην κάθε εξουσία και η μανία του να βεβαιωθεί ότι προστατεύεται ο αδύναμος σε μια υπόθεση.
Πολλές φορές έχω σκεφθεί πόσο διαφορετική θα ήταν η Ελλάδα αν δεν είχαμε περάσει τον εμφύλιο και τα όσα προκάλεσε μετά. Το ξανασκεφτόμουν καθώς άφηνα πίσω μου τους επιβλητικούς όγκους των φυλακών και προσπαθούσα να σκεφθώ πόσα καλά και ανοιχτά μυαλά χάθηκαν, εκατέρωθεν, στις μυλόπετρες του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους.
Καθώς τελειώνουν οι αράδες θα ήθελα πολύ, όπως κάθε Τρίτη και Παρασκευή, να του δώσω το κείμενο να το διαβάσει και να τον ακούσω μετά με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα ουίσκι στο άλλο να σχολιάζει με αποδομητικό σαρκασμό: «Πολύ μελό έχετε γίνει κύριε Παπαχελά, τελευταία...». Για μας, τέτοιες στιγμές και κουβέντες είναι που μας λείπουν περισσότερο...source:kathimerini.gr

top