Ο Θεόδωρος Πάγκαλος Και
Το Καλοκαίρι του ’63...
Η Αλόνησσος και ένα βουνό από αστακούς
Νιόπαντρος με την πρώτη γυναίκα μου, την Ιωάννα Λυμπέρη, μόλις έξι μήνες. Εγώ 24, εκείνη 19. Ολόκληρο τον περασμένο χειμώνα, κάτι τα μαθήματα, κάτι ο συνδικαλισμός, δεν είχαμε καταφέρει να φύγουμε καθόλου από την Αθήνα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, επιβάτες στο καραβάκι της γραμμής για Σκιάθο. Ανυπόμονοι. Με λιγοστές αποσκευές κι ένα βιβλίο του –ιδανικού να σε ξεναγήσει στο νησί– Παπαδιαμάντη στο χέρι. Πανέμορφη η Σκιάθος. Όμως έλα που εμείς αναζητούσαμε ένα πιο ήσυχο μέρος, με όσο το δυνατόν λιγότερο κόσμο, ν’ ασχολούμαστε μονάχα με τη θάλασσα και το μπάνιο μας… Έτσι, μερικές μέρες αργότερα, καταλήξαμε στην Αλόννησο. Το νησί δεν είχε παρά ένα μοναδικό χωριό στο βουνό. Σε κάποιο ερημικό όρμο βρήκαμε έναν ψαρά που είχε χτίσει 4-5 μικρά δωμάτια και τα νοίκιαζε. Όλα τ’ άλλα δωμάτια, εκτός από το δικό μας, ήταν άδεια. Βρεθήκαμε λοιπόν εκεί, να ζούμε ασκητικά με την οικογένεια του ψαρά επί δεκαπέντε μέρες. Εκείνος ετοίμαζε το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό μας. Άλλωστε, για να βρεις οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη παρουσία, έπρεπε να κάνεις μισή ώρα διαδρομή με τη βάρκα. Όσο εμείς απολαμβάναμε τη θάλασσα, εκείνος ψάρευε. Συγκεκριμένα, ψάρευε αστακούς και κάτι υπέροχες, μεγάλες σκορπίνες. Υπήρχαν, συνεπώς, αποκλειστικά δύο είδη γεύματος: το ένα ήταν αστακός ψητός και το άλλο ήταν ψαρόσουπα με τις σκορπίνες. Το αστείο είναι πως οι ντόπιοι τις είχαν σε τόσο μεγάλη αφθονία, ώστε δε σε τάιζαν μία μερίδα, αλλά έβαζαν μπροστά σου δυο τρία τεράστια ψάρια! Να φας όσο μπορείς, ώσπου να σκάσεις. Όμως, μέρα με τη μέρα, η ονειρική αστακοφαγία κατέληξε να γίνει ψυχαναγκαστική. Τόσο, ώστε, όταν φύγαμε από το νησί και φτάσαμε στον Βόλο, το πρώτο που κάναμε ήταν να ορμήσουμε πεινασμένοι σ’ ένα ουζερί απέναντι απ’ το λιμάνι. Να φάμε κανένα κεφτεδάκι, καμιά πατάτα τηγανητή, λίγο τζατζίκι και οτιδήποτε άλλο συνηθισμένο... Όλα όσα είχε ανάγκη για να «λιγδώσει» ο οργανισμός μας. Ήταν σουρεαλιστικό, κι όμως, είχαμε πήξει επί δεκαπέντε μέρες να τρώμε αποκλειστικά αστακούς κι όλα εκείνα τα υπέροχα ψάρια. Το όνειρο των απανταχού καλοφαγάδων έγινε το καλοκαιρινό μας μαρτύριο!
Βρισκόμαστε, λοιπόν, επιβάτες στο καραβάκι της γραμμής για Σκιάθο. Ανυπόμονοι. Με λιγοστές αποσκευές κι ένα βιβλίο του –ιδανικού να σε ξεναγήσει στο νησί– Παπαδιαμάντη στο χέρι. Πανέμορφη η Σκιάθος. Όμως έλα που εμείς αναζητούσαμε ένα πιο ήσυχο μέρος, με όσο το δυνατόν λιγότερο κόσμο, ν’ ασχολούμαστε μονάχα με τη θάλασσα και το μπάνιο μας… Έτσι, μερικές μέρες αργότερα, καταλήξαμε στην Αλόννησο. Το νησί δεν είχε παρά ένα μοναδικό χωριό στο βουνό. Σε κάποιο ερημικό όρμο βρήκαμε έναν ψαρά που είχε χτίσει 4-5 μικρά δωμάτια και τα νοίκιαζε. Όλα τ’ άλλα δωμάτια, εκτός από το δικό μας, ήταν άδεια. Βρεθήκαμε λοιπόν εκεί, να ζούμε ασκητικά με την οικογένεια του ψαρά επί δεκαπέντε μέρες. Εκείνος ετοίμαζε το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό μας. Άλλωστε, για να βρεις οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη παρουσία, έπρεπε να κάνεις μισή ώρα διαδρομή με τη βάρκα. Όσο εμείς απολαμβάναμε τη θάλασσα, εκείνος ψάρευε. Συγκεκριμένα, ψάρευε αστακούς και κάτι υπέροχες, μεγάλες σκορπίνες. Υπήρχαν, συνεπώς, αποκλειστικά δύο είδη γεύματος: το ένα ήταν αστακός ψητός και το άλλο ήταν ψαρόσουπα με τις σκορπίνες. Το αστείο είναι πως οι ντόπιοι τις είχαν σε τόσο μεγάλη αφθονία, ώστε δε σε τάιζαν μία μερίδα, αλλά έβαζαν μπροστά σου δυο τρία τεράστια ψάρια! Να φας όσο μπορείς, ώσπου να σκάσεις. Όμως, μέρα με τη μέρα, η ονειρική αστακοφαγία κατέληξε να γίνει ψυχαναγκαστική. Τόσο, ώστε, όταν φύγαμε από το νησί και φτάσαμε στον Βόλο, το πρώτο που κάναμε ήταν να ορμήσουμε πεινασμένοι σ’ ένα ουζερί απέναντι απ’ το λιμάνι. Να φάμε κανένα κεφτεδάκι, καμιά πατάτα τηγανητή, λίγο τζατζίκι και οτιδήποτε άλλο συνηθισμένο... Όλα όσα είχε ανάγκη για να «λιγδώσει» ο οργανισμός μας. Ήταν σουρεαλιστικό, κι όμως, είχαμε πήξει επί δεκαπέντε μέρες να τρώμε αποκλειστικά αστακούς κι όλα εκείνα τα υπέροχα ψάρια. Το όνειρο των απανταχού καλοφαγάδων έγινε το καλοκαιρινό μας μαρτύριο!
source:yupi.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου