"Τώρα ανήκεις σε μένα": 

8 χρόνια με τον εχθρό της..


"Τώρα ανήκεις σε μένα": 8 χρόνια με τον εχθρό της
«Δημιουργήθηκε καθηµερινή ρουτίνα. Εφερε κάτω ένα τραπέζι, δύο πτυσσόµενες καρέκλες και µερικά πιάτα. Μετά καθήσαµε µαζί και φάγαµε ένα προµαγειρεµένο φαγητό. Το βράδυ µε έπλυνε µέσα στον ανοξείδωτο νεροχύτη.

Ασυνήθιστη να είµαι γυµνή µπροστά σ’ έναν ξένο, τον κοίταζα αβέβαιη. Εκείνος όµως µε έτριβε σαν να ήµουν αυτοκίνητο.

Καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, κυριαρχούσε πάνω µου ολοένα και περισσότερο. Δεν µου επέτρεπε να τον κοιτάζω κατευθείαν στο πρόσωπο. Επρεπε να ζητώ άδεια για να σηκωθώ όρθια, για να καθίσω, για να γυρίσω το κεφάλι µου ή για να µιλήσω. Με συνόδευε ακόµη και στην τουαλέτα. Μετά εγκατέστησε ένα σύστηµα ενδοεπικοινωνίας (ήταν κάποτε µηχανικός στη Siemens) µε τόσο ισχυρό µικρόφωνο ώστε µετέδιδε κάθε θόρυβο που έκανα. Αν δεν του απαντούσα αµέσως, άρχιζε να φωνάζει στο µεγάφωνο µέχρι που το κεφάλι µου άρχιζε να χτυπάει. Αισθανόµουν την παρουσία του σε κάθε γωνιά – πάντα εκεί, να αναπνέει στην άλλη πλευρά της γραµµής.

Κατάθλιψη
Εξι µήνες µετά την απαγωγή µου, έπαθα κατάθλιψη. Λαχταρούσα το αίσθηµα ασφάλειας που ένιωθα πάντα όταν η µητέρα µου µε τύλιγε στην πετσέτα έπειτα από ένα ζεστό µπάνιο. 'Θα µπορούσα να κάνω ένα µπάνιο, µόνο µια φορά;', τον ρωτούσα συνεχώς. Και µια µέρα µε εξέπληξε συµφωνώντας. “Αν φωνάξεις, θα σε πονέσω”, προειδοποίησε. “Ολα τα παράθυρα και οι έξοδοι είναι ασφαλισµένα µε εκρηκτικά – αν ανοίξεις ένα παράθυρο, θα ανατιναχτείς”. Αν δεν ακολουθούσα στις διαταγές του ώς την παραµικρή λεπτοµέρεια, θα µε σκότωνε στη στιγµή, είπε. (...)

Ηµουν όµως ακόµη παιδί και είχα ανάγκη την παρηγ οριά του αγγίγµατος. Ετσι, έπειτα από λίγους µήνες στο υπόγειο, ζήτησα από τον απαγωγέα µου να µε αγκαλιάσει. Ηταν δύσκολο. Επαθα κλειστοφοβικό πανικό όταν µε κράτησε πολύ σφιχτά. Οµως έπειτα από µερικές απόπειρες, καταφέραµε να βρούµε έναν τρόπο – όχι πολύ κοντά, όχι πολύ σφιχτά, αν και αρκετά ώστε να µπορώ να φανταστώ ότι αισθάνοµαι το άγγιγµα κάποιου που µε αγαπάει.

«Τώρα ανήκεις σε µένα»
Ενάµιση χρόνο µετά την απαγωγή µου, ξαφνικά µου είπε: “Δεν είσαι πια η Νατάσα, τώρα ανήκεις σε µένα”. Και µου στέρησε τα τελευταία θρύψαλα της ταυτότητάς µου ζητώντας µου να διαλέξω ένα καινούργιο όνοµα. Επέλεξα το όνοµα “Μπιµπιάν” από ένα εορτολόγιο και αυτό ήταν η ταυτότητά µου τα επόµενα επτά χρόνια.

Οχι πολύ καιρό αργότερα, µου είπε τελικά και το δικό του όνοµα:

Βόλφγκανγκ Πρικλοπίλ. Μόλις µου το είπε κατάλαβα πως δεν θα µε άφηνε ποτέ να φύγω ζωντανή από το σπίτι».


Ψυχολογική παλινδρόµηση

«ΩΣ ΕΝΗΛΙΚΗ, συχνά σκεφτόµουν πώς κατάφερα να επιβιώσω εκείνες τις πρώτες ηµέρες του εγκλεισµού µου. Σήµερα ξέρω πως είχα µια ψυχολογική παλινδρόµηση, ότι επέστρεψα στην ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών, όταν ένα παιδί αποδέχεται τον κόσµο γύρω του ως δεδοµένο. Επρεπε να κάνω µόνον αυτά που ζητούσε ο απαγωγέας και όλα θα ήταν εντάξει. Ολα θα συνεχίζονταν όπως πάντα: το χέρι της µητέρας µου στο πάπλωµα, το φιλί για καληνύχτα. Ετσι, όταν ο απαγωγέας επέστρεψε αργότερα, του ζήτησα να µε βάλει κανονικά στο κρεβάτι και να µου πει ένα παραµύθι για να κοιµηθώ. Του ζήτησα µάλιστα να µου δώσει ένα φιλί για καληνύχτα». Για περισσότερο από οκτώ χρόνια, η Νατάσα Κάµπους κρατούνταν αιχµάλωτη σ’ ένα υπόγειο στην Αυστρία στο έλεος του διαταραγµένου απαγωγέα της. Αύριο κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία της µε τίτλο «3.096 ηµέρες», στην οποία η νεαρή Αυστριακή αποκαλύπτει µερικές από τις ζοφερές λεπτοµέρειες της δοκιµασίας της.
Η Κάµπους απήχθη το 1998, σε ηλικία 10 ετών, από τον Βόλφγκανγκ Πρικλοπίλ, ο οποίος την έκρυψε στο υπόγειο του σπιτιού του κοντά στη Βιέννη ως τον Αύγουστο του 2006, όταν το κορίτσι κατάφερε να διαφύγει. Ο Πρικλοπίλ αυτοκτόνησε λίγες ώρες µετά τη δραπέτευσή της. Στην αυτοβιογραφία της, η Κάµπους περιγράφει πώς ζούσε κλειδωµένη µέσα στο υπόγειο - φυλακή, πώς την έδερνε 200 φορές την εβδοµάδα, πώς την υποχρέωσε να ξυρίσει το κεφάλι της και να δουλεύει ηµίγυµνη σαν σκλάβα, πώς οδηγήθηκε σε επανειληµµένες απόπειρες αυτοκτονίας. Την ανάγκασε να διαλέξει ένα νέο όνοµα, την κρατούσε πεινασµένη και ηµίγυµνη προσπαθώντας να την εµποδίσει να δραπετεύσει. Την ανάγκαζε να καθαρίζει ξανά και ξανά το σπίτι του και να ξυρίζει τα µαλλιά της, λέγοντάς της «πάντα ήθελα να έχω µια σκλάβα». Τη διέταζε να τον αποκαλεί «Μαέστρο» ή «Κύριέ µου». Της είπε ότι οι γονείς της αρνήθηκαν να πληρώσουν λύτρα για να επιστρέψει κοντά τους και πως δεν την θέλουν πίσω.

«Είναι ευτυχείς που απαλλάχθηκαν από σένα» της έλεγε. Η Κάµπους, 22 χρονών σήµερα, έγραψε το βιβλίο της µε τη βοήθεια δύο «αφανών» συγγραφέων. Περιγράφει σ’ αυτό την αλλόκοτη καθηµερινότητά της µε τον Πρικλοπίλ. Κάποιες ηµέρες του ζητούσε να τη φιλήσει για καληνύχτα και έπαιζαν µαζί. Αλλες φορές την άφηνε µόνη της για µέρες ή τη χτυπούσε βάναυσα. Δεν αναφέρεται καθόλου στις σεξουαλικές επιθέσεις που υπέστη, εξηγώντας πως τις παρέλειψε για να διατηρήσει τουλάχιστον κάποιο αίσθηµα ιδιωτικότητας. Μία από τιςστρατηγικές της για να επιβιώσει, εξήγησε, ήταν να εξα-σφαλίζει ότι ο απαγωγέας της δεν αισθανόταν υπερβολικά ένοχος. «Ετσι δεν θα έβλεπε τον εαυτό του ως εγκληµατία και οι τύψεις του δεν θα τον έσπρωχναν να γίνει ακόµη πιο εγκληµατικός, επιθετικός και βίαιος», είπε στη συνέντευξη.

«Πρέπει να µάθω τα συναισθήµατα»
Ενα πράγµα που δεν έχει µάθει ακόµη είναι πώς να ανοίγεται στους ανθρώπους και πώς να τους αντιµετωπίζει, αφού για τόσο καιρό επικεντρωνόταν µόνο στον εαυτό της και τον απαγωγέα της. «Πρέπει να µάθω τα συναισθήµατα», είπε. «Ολα αυτά που µαθαίνεις κανονικά σε µικρή ηλικία ζώντας µαζί µε άλλους ανθρώπους».

Η εµπειρία της διαµόρφωσε επίσης τον τρόπο που βλέπει τον κόσµο. Εχει γίνει χορτοφάγος και δεν µπορεί να βλέπει ζώα σε κλουβιά, ούτε καν εξηµερωµένα.

Οµως έχει το βλέµµα στραµµένο προς το µέλλον.

Πέρασε τις εξετάσεις της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και τώρα θέλει να συνεχίσει τις σπουδές της και να ταξιδέψει. Σε δέκα χρόνια από σήµερα, σχεδιάζει να είναι πιο ισορροπηµένη και να έχει περισσότερους φίλους. «Σε κάθε περίπτωση, θα έχω κάνει πολλή πρόοδο ως τότε, θα είµαι ευτυχισµένη – και θα έχω πιθανότατα ένα καινούργιο κούρεµα», είπε.source:madata.gr
top