Έντεκα χρόνια μετά το 

σεισμό που συγκλόνισε την Αττική...

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, στις 14:57 το μεσημέρι, μια ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ συντάραξε την πρωτεύουσα. Περισσότερα από 40 κτίρια κατέρρευσαν, 143 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, εκατοντάδες τραυματίστηκαν και 40.000 οικογένειες έμειναν άστεγες.
Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, στις νοτιοδυτικές παρυφές της Πάρνηθας, σε περιοχή που δεν είχε δώσει σεισμούς τα τελευταία 200 χρόνια και γι' αυτό εθεωρείτο, όπως και η υπόλοιπη Αττική, χαμηλής σεισμικής επικινδυνότητας.
Η εξαιρετικά μεγάλη ένταση του σεισμού προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές, κυρίως στους Δήμους Αχαρνών, Άνω Λιοσίων, Θρακομακεδόνων, Κηφισιάς, Ζεφυρίου, Νέας Ερυθραίας, Μεταμόρφωσης, Καματερού, οι οποίοι βρίσκονται πλησιέστερα στο επίκεντρο. Σημαντικές ζημιές καταγράφηκαν και στους υπολοίπους Δήμους της Αττικής καθώς και σε όμορες περιοχές της Βοιωτίας.
Ο τραγικός απολογισμός του σεισμού ήταν 143 νεκροί και περισσότεροι από 700 τραυματίες. Τεράστιες ήταν και οι επιπτώσεις του στις κατοικίες. Σε όλη την Αττική και τις σεισμόπληκτες περιοχές της Βοιωτίας καταμετρήθηκαν 1.700 κτίρια κατοικιών κατεστραμμένα ή με ανεπανόρθωτες βλάβες και 35.000 κτίρια με επισκευάσιμες βλάβες. Η παραγωγική υποδομή των περιοχών αυτών υπέστη επίσης σοβαρότατο πλήγμα. Πολλά εργοστάσια, βιοτεχνίες και άλλες επιχειρήσεις καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές και διέκοψαν την λειτουργία τους. Σημαντικές βλάβες επίσης υπέστησαν και πολλά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και μνημεία.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν να μείνουν άστεγες χιλιάδες οικογένειες. Την επομένη του σεισμού, στήθηκαν 101 καταυλισμοί σεισμοπλήκτων σε διάφορα σημεία της πόλης. Στους καταυλισμούς τοποθετήθηκαν 5.700 κοντέινερ, για την προσωρινή στέγαση των σεισμόπληκτων. Μέχρι το 2004, είχαν κλείσει μόλις οι 19 από αυτούς τους καταυλισμούς, παρά τις υποσχέσεις του τότε υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ Γ. Τσακλίδη ότι «Μέχρι το καλοκαίρι θα έχουν κλείσει οριστικά όλοι οι καταυλισμοί σεισμοπλήκτων στην Αττική. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι δυνατόν να βρουν την Αθήνα με κοντέινερ». Μέχρι το 2009, παρέμενε στη θέση του περισσότερο από το ένα τρίτο των κοντέινερ, περίπου 2.200 (έναντι 2.931 το 2008), το 80% στο Μενίδι και στα Άνω Λιόσια.
Τεράστια πληγή αποτέλεσε και η κατάρρευση της Ρικομέξ, η οποία παραμένει ανοιχτή μέχρι σήμερα. Η κατάρρευση του εργοστασίου, είχε ως αποτέλεσμα συνολικά 39 άνθρωποι να θαφτούν στα συντρίμμια. Χρειάστηκε να περάσουν συνολικά 11 χρόνια για να δικαιωθούν οι συγγενείς των θυμάτων και να ληφθεί απόφαση καταβολής των αποζημιώσεων. Μόλις τον περασμένο Μάιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτές τις αιτήσεις των συγγενών των θυμάτων της Ρικομέξ. Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής υποχρεώνεται να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν. Το ΣτΕ αναγνώρισε ότι η Νομαρχία έχει ευθύνες αφού κατά το κατασκευαστικό στάδιο του εργοστασίου της «ΡΙΚΟΜΕΞ» δεν πραγματοποιήθηκαν οι απαιτούμενοι έλεγχοι ή έγιναν πλημμελείς έλεγχοι, αλλά και δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενοι πολεοδομικοί κανόνες.
Η δικαστική μάχη για τους συγγενείς των θυμάτων, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει. Ο Άρειος Πάγος καλείται πλέον να κρίνει αίτηση αναίρεσης τράπεζας, η οποία υποστηρίζει ότι για τις διάφορες πληρωμές προηγούνται οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι των συγγενών των θυμάτων. Η τράπεζα διεκδικεί χρήματα από χρέη της Ricomex, η οποία, όμως, έχει κηρύξει πτώχευση. Το αποτέλεσμα είναι να μπλοκάρει για άλλη μία φορά η καταβολή αποζημιώσεων στους συγγενείς.
Σήμερα, ελάχιστες κινήσεις έχουν γίνει και σχετικά με την αντισεισμική θωράκιση της χώρας. Όλα τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1985 βασίζονται σε ανεπαρκείς κανονισμούς και σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κτιρίων (ΕΠΑΝΤΥΚ), 3 στα 4 κτίρια της χώρας, δηλαδή 3.000.000 κτίρια που χτίστηκαν πριν από το 1985 από τα περίπου 4.000.000 κτίρια σε όλη την Ελλάδα, είναι παλαιά και χρειάζονται προσεισμική ενίσχυση.
«Στην Ελλάδα έχουμε τέσσερις κατηγορίες κτιρίων: Αυτά που κτίστηκαν προ του 1959, χωρίς κανένα αντισεισμικό κανονισμό. Τα κτίρια της περιόδου 1959-1964, που κτίστηκαν με ανεπαρκή αντισεισμικό κανονισμό. Τα κτίρια από το 1985 ως το 2000 που κτίστηκαν με καλύτερο αντισεισμικό κανονισμό. Και τα κτίρια μετά το 2000,που θεωρούνται τα πλέον ασφαλή» σημειώνει στην εφημερίδα «Το Βήμα» ο πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδος (ΣΠΜΕ) Νίκος Ζυγούρης.
Εν τω μεταξύ, μιλώντας στην εφημερίδα «Αυγή», μετά τον καταστροφικό σεισμό, ο πολεοδόμος Γρηγόρης Διαμαντόπουλος τόνιζε: «Ο σεισμός περικλείει ένα παράδοξο. Είναι και καταστροφή και ευκαιρία για διαφορετικές συνθήκες ζωής. Ο σεισμός βέβαια είναι μια τεράστια καταστροφή. Όμως κοντά στο κακό υπάρχει και η σκοπιά του μέλλοντος. Η "ευκαιρία" των σεισμών, αν μπορούσαμε να την πούμε έτσι. Το πρόβλημα είναι μόνον πώς ο κάτοικος θα πολεμήσει τον σεισμό; Όλα τα άλλα πώς θα τα πολεμήσει; Η ποιότητα ζωής κινδυνεύει σοβαρά από έναν σεισμό. Αλλά, άμα ξεχαστεί ο σεισμός και σε ένα-δύο χρόνια ξεχάστηκε, τα προβλήματα της ποιότητας της ζωής είναι πάλι παρόντα. Ο σεισμός μάς δίνει την ευκαιρία, δίνει την ευκαιρία σε όλους, εκεί που γκρεμίστηκαν τα σπίτια να κάνουμε μια πόλη για τον κάτοικο. Με τους αναγκαίους ελεύθερους χώρους και οργάνωση της κυκλοφορίας, με όλη την υποδομή».source:tvxs.gr
top