Τα κλειστά επαγγέλματα 

στη Βρετανία...

Θανάσης Γκαβός, 
Στη Βρετανία τα «κλειστά» επαγγέλματα (102 ειδικότητες συνολικά) απαιτούν εθνικά πιστοποιητικά εξειδίκευσης και ικανότητας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν διότι ο επαγγελματίας προέρχεται από το εξωτερικό, τότε υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις και εξετάσεις για να μπορέσει να ασκήσει το επάγγελμά του στη χώρα. Η ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα τυπικά και ουσιαστικά γίνεται σεβαστή στις περισσότερες περιπτώσεις και έχει ανοίξει το δρόμο για Ευρωπαίους πολίτες να ασκούν το «κλειστό» επάγγελμά τους στη Βρετανία. Η διαδικασία απελευθέρωσης έχει αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς ελάχιστοι ή ανύπαρκτοι είναι πλέον γεωγραφικοί, πληθυσμιακοί ή άλλοι περιορισμοί όπως διαφημιστικοί ή περιθώρια κέρδους κτλ.

Για τους συμβολαιογράφους υπήρχαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 γεωγραφικοί περιορισμοί που υπαγόρευαν τα χωρικά όρια άσκησης του επαγγέλματος καθενός. Ιδιαίτερης μεταχείρισης τύγχαναν οι συμβολαιογράφοι του Λονδίνου που «προστατεύονταν» από τον ανταγωνισμό εκτός πρωτεύουσας, έχοντας μάλιστα δικό τους διακριτό πρόγραμμα εκπαίδευσης. Ήταν ένα από τα τελευταία πραγματικά «κλειστά» επαγγέλματα στη Βρετανία. Η βρετανική κυβέρνηση άρχισε την απελευθέρωση της αγοράς νομικών υπηρεσιών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Συγκεκριμένα για τους συμβολαιογράφους, το 1999 επετράπη η υποβολή αίτησης άσκησης του επαγγέλματος στο Λονδίνο και από υποψήφιους συμβολαιογράφους εκτός πρωτεύουσας. Για τους συμβολαιογράφους η διαδικασία και οι απαιτήσεις για την απόκτηση άδειας άσκησης του επαγγέλματος στη Βρετανία είναι πολύ αυστηρές. Αυτό συμβαίνει διότι οι συμβολαιογράφοι ιστορικά πρέπει να έχουν την έγκριση του Αρχιεπισκόπου του Καντερμπέρι και των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ (ενδεικτικό της βαρύτητας που έχει η παράδοση στο συγκεκριμένο επάγγελμα που ανάγεται στη ρωμαϊκή εποχή). Για το λόγο αυτό σε όλη την Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία υπάρχουν 1000 συμβολαιογράφοι, δηλαδή περίπου 1 συμβολαιογράφος ανά 55.000 πολίτες. Οι αμοιβές των συμβολαιογράφων ορίζονται κατόπιν «σύστασης» από το δικηγορικό σύλλογο.


Αρχή απελευθέρωσης το 1990
, οριστική απελευθέρωση το 1999. Οι συμβολαιογράφοι πλέον ορίζουν την αμοιβή τους σε ανταγωνιστικά επίπεδα, με μια μέση χρέωση να είναι 160 λίρες την ώρα (194 ευρώ). Η ένωση των συμβολαιογράφων στη Βρετανία υπολογίζει ότι τα έσοδα ενός συμβολαιογράφου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 30% μετά την απελευθέρωση του επαγγέλματος. Μάλιστα το εισόδημα φέρεται να είναι τόσο ικανοποιητικό ώστε 60 συμβολαιογράφοι την τελευταία πενταετία έχουν επιλέξει να μην ασκούν παράλληλα το επάγγελμα του δικηγόρου ως έχουν δικαίωμα να κάνουν.

Σταδιακή ήταν η άρση ορισμένων περιορισμών στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στη Βρετανία, όπως: η απαγόρευση κατοχής ποικίλων ειδικοτήτων, η απαγόρευση διαφήμισης χαμηλότερων χρεώσεων για τον πελάτη, η απαγόρευση διαφήμισης μέσω της μεθόδου των τηλεφωνημάτων σε υπάρχοντες πελάτες για την παρουσίαση των υπηρεσιών που προσφέρει κάποιος δικηγόρος, η απαγόρευση λήψης πληρωμής για την παραπομπή ενός πελάτη σε κάποιον πιο εξειδικευμένο δικηγόρο. Επίσης, ακόμα πιο πρόσφατα επετράπη η πρόσληψη ενός δικηγόρου από μια εταιρεία (μη-δικηγορική) με σκοπό την παροχή συμβουλών σε πελάτες (π.χ. η παροχή συμβουλών από δικηγόρους που έχουν προσληφθεί από τράπεζες ή σουπερμάρκετ). Σε ισχύ είναι η απαγόρευση διαφήμισης μέσω τυχαίων τηλεφωνημάτων σε πιθανούς πελάτες. Επίσης, τα όρια των αμοιβών των δικηγόρων δεν ορίζονται ακριβώς, αλλά «συνιστώνται» από το δικηγορικό σύλλογο ανάλογα με την περιοχή και τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος.


Τα νομικά επαγγέλματα άρχισαν να ανοίγουν με νόμο του 1991 (για την ακρίβεια αυξήθηκε ο αριθμός των νομικών με συγκεκριμένη ειδικότητα που επιτρέπεται να τελέσουν μια συγκεκριμένη νομική πράξη, από υπεράσπιση στο δικαστήριο μέχρι πράξεις κυριότητας). Από τότε ο αριθμός των ασκούντων το επάγγελμα του δικηγόρου έχει σχεδόν διπλασιαστεί (με στοιχεία του 2006: από περίπου 69.000 σε 126.000 για τους δικηγόρους που έρχονται σε επαφή με τον πελάτη και διεκπεραιώνουν την έρευνα ή νομικές δουλειές και από περίπου 6.000 σε 14.000 για τους συνηγόρους έδρας, που παρουσιάζουν την υπόθεση στο δικαστήριο – υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός στη Βρετανία). Οι περισσότεροι περιορισμοί στη διαφήμιση νομικών υπηρεσιών ήρθησαν το 1984. Από το 2000 επιτρέπεται η διαφήμιση νομικών υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν αν ο πελάτης δεν κερδίσει την υπόθεση (με την αμοιβή να προέρχεται από το ποσό που επιδικάζεται), κάτι που έχει επιτρέψει σε πολλούς πολίτες με χαμηλό εισόδημα να καλύψουν τα νομικά έξοδα για μια υπόθεσή τους που διαφορετικά δε θα μπορούσαν να κυνηγήσουν. Οι περιορισμοί στις χρεώσεις των δικηγόρων έχουν καταργηθεί από το 1974, λειτουργώντας καθαρά με τους κανόνες της αγοράς.


Οι φαρμακοποιοί από την ΕΕ
υποχρεώνονται, αφού παρουσιάσουν το πτυχίο που έχουν πάρει εκτός Βρετανίας, να περάσουν από εξετάσεις που αποδεικνύουν ότι όντως έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος. Ο εκτός ΕΕ υποχρεούνται να παρακολουθήσουν ένα εντατικό πρόγραμμα που έχει διττό σκοπό: να αποδείξουν ότι όντως έχουν γνώσεις και μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμα με ικανότητα, καθώς και να μάθουν τον τρόπο λειτουργίας των φαρμακείων στη Βρετανία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το πρόγραμμα που διαρκεί ένα χρόνο κοστίζει περίπου 15.000 ευρώ. Σε ό,τι αφορά υπόλοιπους περιορισμούς, σε εξέλιξη βρίσκεται η άρση ορισμένων κανόνων λειτουργίας της αγοράς των φαρμακείων που κατά την κυβέρνηση πλήττουν ή αποτρέπουν τον ανταγωνισμό. Ο κυριότερος περιορισμός είναι γεωγραφικός και αφορά στο άνοιγμα νέων φαρμακείων. Υπάρχει όρος που αναφέρει ότι οι φαρμακοποιοί σε μια περιοχή μπορούν να δίνουν φάρμακα για συνταγές του αντίστοιχου ΕΣΥ μόνο αν η τοπική διεύθυνση του ΕΣΥ θεωρεί ότι το συγκεκριμένο φαρμακείο εξυπηρετεί ουσιαστική ανάγκη κάλυψης των φαρμακευτικών αναγκών της τοπικής κοινότητας. Από τη στίμη που τα υπάρχοντα φαρμακεία υπάγονται στο σχεδιασμό του ΕΣΥ (που θεωρείται ότι καλύπτει τις ανάγκες σε φάρμακα) τα περιθώρια για το άνοιγμα νέων φαρμακείων είναι πολύ λίγα.

Η απελευθέρωση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών που άρχισε το 2005 (με βάση συστάσεις του 2003) είναι μερική, αλλά έχει σημαντικά οφέλη για τον καταναλωτή, σύμφωνα με την επίσημη αποτίμηση του Γραφείου Θεμιτού Εμπορίου (αυτόνομη εποπτική αρχή που υπάγεται στο υπουργείο Εμπορίου). Η έκθεση τονίζει ότι από το 2003 έχει μειωθεί σημαντικά ο χρόνος αναμονής για εξυπηρέτηση των πελατών, υπάρχει μεγαλύτερη επιλογή φαρμακείων (τοποθεσία, τιμή, προϊόντα, ωράρια) και έχει αυξηθεί ο χρόνος λειτουργίας των φαρμακείων μέσα στην ημέρα. Υπολογίζεται ότι παρά το πρόσθετο κόστος από το άνοιγμα νέων φαρμακείων και την επιμήκυνση του ωραρίου λειτουργίας τους το καθαρό συνολικό όφελος για τον τομέα και τους καταναλωτές ανέρχεται σε 12 με 20 εκατομμύρια στερλίνες το χρόνο (14,5 με 24 εκατομμύρια ευρώ).


Το επάγγελμα των οδηγών ταξί στο Λονδίνο στην ουσία είναι πλέον πλήρως απελευθερωμένο. Φημίζεται ωστόσο για τη δυσκολία λήψης άδειας άσκησης, όχι τόσο πολύ λόγω της καταγωγής ή άλλων περιορισμών, αλλά λόγω του πολύ υψηλού βαθμού δυσκολίας των ειδικών εξετάσεων. Οι εξετάσεις χωρίζονται σε τεχνικές γνώσεις γύρω από τα αυτοκίνητα, στη διαπίστωση της ικανότητας στην οδήγηση, αλλά και στην απομνημόνευση εκατοντάδων διαδρομών στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις. Στο Λονδίνο οι οδηγοί ταξί που θεωρούνται ως οι άριστα εκπαιδευμένοι οδηγοί παγκοσμίως πρέπει να γνωρίζουν απ’έξω χιλιάδες δρόμους και σημεία αναφοράς, όπως τουριστικά αξιοθέατα, νοσοκομεία, ξενοδοχεία κτλ. Το γεγονός αυτό και μόνο δίνει στους Βρετανούς και Λονδρέζους υποψηφίους οδηγούς προβάδισμα έναντι άλλους υποψηφίων. Υπάρχει ελάχιστο κόμιστρο, το οποίο βέβαια σχεδόν πάντοτε καλύπτεται σε ελάχιστα λεπτά λόγω των υψηλών χιλιομετρικών χρεώσεων.


Σε ό,τι αφορά τις άδειες ταξί
σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν πολλοί περιορισμοί: πολλές τοπικές αρχές θέτουν όριο στον αριθμό των αδειών (το 45% των δήμων στη Βρετανία), στο ύψος των κομίστρων, περιορισμούς στον τύπο και την ηλικία του οχήματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ταξί και τα σημεία που ένα ταξί μπορεί να σταματήσει για πελάτες.

Οδηγοί ταξί: Στο Λονδίνο το επάγγελμα θεωρείται απελευθερωμένο ως προς τον αριθμό των αδειών και την προέλευση των οδηγών από το 1931, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα οχήματα μεταφοράς πολιτών. Στην υπόλοιπη Βρετανία υπάρχουν περιορισμοί που θέτουν οι τοπικές αρμόδιες αρχές, σε ό,τι αφορά τον αριθμό των αδειών, τον τύπο του οχήματος, το ύψος των κομίστρων. Η κυβέρνηση «συνιστά» από το 2003 την πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος, αλλά για την ώρα το 45% των δήμων διατηρεί κάποιους περιορισμούς, οι οποίοι – επίσης για την ώρα – γίνονται αποδεκτοί από το υπουργείο Μεταφορών, εφόσον καλύπτεται η τοπική ζήτηση.


Από το 1933 που θεσπίστηκαν οι κανονισμοί λειτουργίας μεταφοράς οδικών φορτίων στη Βρετανία δεν έχουν εισαχθεί περιορισμοί στις τιμές, ενώ το 1968 η κυβέρνηση «απελευθέρωσε» τις άδειες για την άσκηση του επαγγέλματος των οδηγών μεταφοράς φορτίου (φορτηγών και βυτιοφόρων). Ο περιορισμός στην αγορά οδηγών φορτηγών και βυτιοφόρων έγκειται στην απαγόρευση εκτέλεσης δρομολογίου μεταφορά φορτίου σε βρετανικό έδαφος από ξένους οδηγούς, παρά μόνο σε «περιστασιακές» περιπτώσεις ιδιωτικών συμβολαίων και εφόσον ο ξένος οδηγός εγκαταλείπει τη Βρετανία αφού παραδώσει το φορτίο.


Συμφώνα με την οδηγία της ΕΕ
από πέρυσι τον Απρίλιο επιτρέπεται στους οδηγούς άλλων χωρών μελών της ΕΕ να πραγματοποιούν τρία δρομολόγια μεταφοράς φορτίων επί βρετανικού εδάφους εντός διαστήματος επτά ημερών (αναμένεται να αυξηθεί στα επτά δρομολόγια το 2011 και το 2014 να επέλθει πλήρης απελευθέρωση) με την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για ένα σταθερό, μόνιμο συμβόλαιο που να καλύπτει συναπτές εβδομάδες.

Οι Βρετανοί οδηγοί φοβούνται ότι λόγω της συγκριτικά υψηλότερης τιμής του ντίζελ, η απελευθέρωση θα τους πλήξει βαριά, την ώρα που η τάση θέλει τις μικρότερες εταιρείες και πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες να εξαγοράζονται από τις μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα.


Σε ό,τι αφορά τα επαγγέλματα των πολιτικών μηχανικών και των ορκωτών λογιστών, υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις αναγνώρισης μόνο ως προς τα πιστοποιητικά σπουδών που απαιτούνται (τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από μία μακρόχρονη επαγγελματική μαθητεία). Κατά τ’ άλλα είναι επαγγέλματα πλήρως ανοιχτά. Θεωρείται ότι ο ανταγωνισμός έχει βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την εξειδίκευση, σύμφωνα με τους οργανισμούς στους οποίους υπάγονται οι επαγγελματίες και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους δύο τομείς.
source:skai.gr
top