ΗΛΕΙΑ: Η... ολόμαυρη ράχη 

ανθίζει ξανά...

Η ζωή ξαναβρήκε τους ρυθμούς της στα χωριά της Ζαχάρως, αλλά οι καρδιές θρηνούν ακόμα τους χαμένους στη φωτιά

 Ματίνα Ηρειώτου


▅ Στο «καινούργιο» τους χωριό παίζουν τα παιδιά  του Μάκιστου, έστω κι αν τα περισσότερα είναι  καλοκαιρινοί επισκέπτες
Η διαδρομή προς τα ορεινά χωριά της Ζαχάρως, τα καμένα, είναι δύσκολη. Τα σκαμμένα δρομάκια της πόλης- λόγω έργων που έμειναν στη μέση- διαδέχεται ένας στενός δρόμος, τέτοιος που τρέμεις στην ιδέα μη συναντήσεις αυτοκίνητο να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατά διαστήματα είναι χωματόδρομος και στις άκρες έχει υποχωρήσει κιόλας.

Η άσφαλτος έχει σκάσει από τις καθιζήσεις, πρόβλημα που αντιμετώπιζε η περιοχή, αλλά μετά τις πυρκαγιές εντάθηκε. Ο φόβος ότι στην ίδια κατάσταση θα είναι και τα χωριά που κάηκαν στο ολοκαύτωμα του 2007 διασκεδάζεται από το γεγονός ότι όλα γύρω είναι καταπράσινα: οι ελιές ξαναβλάστησαν και ετοιμάζονται να δώσουν καρπό στους ηλικιωμένους κατοίκους και όσα λιοστάσια καταστράφηκαν τότε ολοσχερώς φυτεύτηκαν από την αρχή. Μόνο τα κουφάρια των πεύκων που κάποτε αγκαλιάζονταν πάνω από τον δρόμο θυμίζουν το πέρασμα της πύρινης λαίλαπας.

Μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την Αρτέμιδα ο επισκέπτης ανατριχιάζει. Στη σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο τα προσκυνητάρια, αφιερωμένα στη μνήμη των θυμάτων της πυρκαγιάς. Μια πρόχειρη πινακίδα δείχνει έναν χωματόδρομο που οδηγεί στο μνημείο των θυμάτων που στήθηκε εκεί όπου βρήκαν τον θάνατο η 37χρονη Αθανασία Παρασκευοπούλου μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, ενώ έτρεχαν να σωθούν.

Στην πλατεία της Αρτέμιδας που είναι ολοκαίνουργια, υπήρχε κινητικότητα από νωρίς την ημέρα που βρέθηκαν εκεί «ΤΑ ΝΕΑ». Καρέκλες παρατάσσονταν σε σειρές, δύο γουρουνοπούλες γύριζαν στη σούβλα, μικρόφωνα και ηχητικές εγκαταστάσεις τοποθετούνταν με προσοχή.

Η Καλλιτεχνική Χορωδία της Λευκωσίας θα έφθανε σε λίγες ώρες στην Αρτέμιδα, όπου είχε διοργανωθεί ειδική εκδήλωση, αφιερωμένη στα παιδιά του μαρτυρικού χωριού. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει «υιοθετήσει» την Αρτέμιδα και σε χρόνο ρεκόρ (τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα) τα σπίτια και οι αποθήκες ξαναχτίστηκαν, το ελαιοτριβείο αναπαλαιώθηκε, η πλατεία στρώθηκε με παραδοσιακή πέτρα. Μάλιστα, σύντομα θα είναι το μοναδικό χωριό της Ζαχάρως και ένα από τα ελάχιστα στην Ηλεία που θα διαθέτει βιολογικό καθαρισμό. «Η ζωή προχωρά. Και ό,τι δεν έγινε μέχρι τώρα, θα το φτιάξουμε. Μόνο οι ψυχές που κάηκαν...». Ο Γιώργος Κόσσυφας επέστρεψε στην Αρτέμιδα το 1999, όταν πήρε τη σύνταξή του, και τώρα είναι πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου του χωριού. «Ο κόσμος φρόντισε για μας, δεχθήκαμε βοήθεια από παντού. Δεν μπορώ να πω ότι η πυρκαγιά άλλαξε για μεγάλο διάστημα τους ρυθμούς μας.

Αλλωστε, οι περισσότεροι από εμάς εδώ είμαστε συνταξιούχοι και δεν σταματήσαμε να παίρνουμε τις συντάξεις μας. Ετσι, δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα επιβίωσης, ενώ μέσα σε λίγες ημέρες είχαν έρθει τότε και τα λυόμενα. Σήμερα, μετά την επέμβαση των Κυπρίων μπορώ να πω ότι οι υποδομές στο χωριό έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με τρία χρόνια πριν.

Σκεφθείτε ότι το χωριό είχε παλιά σπίτια με ελάχιστες ανέσεις από αυτές που θεωρούνται δεδομένες, ακόμη και η τουαλέτα σε ορισμένα ήταν έξω από το σπίτι. Τα σπίτια μας σήμερα είναι σύγχρονα, καλαίσθητα και εξυπηρετούν τις ανάγκες μας με το παραπάνω. Ας είναι καλά η Κύπρος που τα ανέλαβε, ήταν εντυπωσιακός ο συντονισμός τους και η ταχύτητα με την οποία έγιναν όλα», λέει.

«Καίγομαι, χάθηκα»
Η συζήτηση με τον κ. Κόσσυφα διακόπτεται λόγω των προετοιμασιών για την εκδήλωση της κυπριακής χορωδίας. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε άγχος για τη συμμετοχή των κατοίκων εφόσον δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι το χωριό πενθεί ακόμη και δεν πρέπει να γίνονται εκδηλώσεις και πανηγύρια. «Ο πόνος για τους ανθρώπους που χάθηκαν δεν μπορεί να σβήσει. Μπορείς όμως να σταματήσεις τη Γη να γυρίζει; Μπορείς να σταματήσεις τη ζωή να προχωράει; Κι εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ μου τις τελευταίες λέξεις που άκουσα να μου λέει ο αδελφός μου, ο Θανάσης. Βρισκόταν στο χωράφι του, εκεί τον βρήκε η φωτιά. “Καίγομαι, χάθηκα” μου είπε από το κινητό του. Τον βρήκαμε νεκρό την άλλη μέρα», διηγείται. Η Αρτέμιδα δεν έχει πάνω από ογδόντα μόνιμους κατοίκους. Το σχολείο έχει κλείσει από τη δεκαετία του ΄80 και τα λίγα παιδιά του χωριού, μαζί με εκείνα από τον γειτονικό Μάκιστο μεταφέρονται καθημερινά στη Ζαχάρω. Παράλληλα διεκόπη και η σύνδεση των δύο χωριών με τη Ζαχάρω, ένα δρομολόγιο μία φορά την εβδομάδα υπάρχει πλέον. Η κατάσταση του δρόμου είναι τέτοια που ακόμη και το καλοκαίρι δύσκολα μπορεί να ανέβει λεωφορείο, ενώ οι κάτοικοι φοβούνται ότι τον χειμώνα θα αποκλεισθούν. «Ο δρόμος είναι αρμοδιότητα της νομαρχίας. Χρειάζεται ενάμισι εκατομμύριο ευρώ για να γίνει, αφού απαιτούνται και αποστραγγιστικά έργα λόγω των καθιζήσεων. Αν το είχαν αναλάβει και αυτό οι Κύπριοι, τότε θα είχαμε και δρόμο», λέει με πικρό χαμόγελο ο κ. Κόσσυφας.

Πέτρινο διώροφο
«Από το σπίτι μου τότε, δεν πρόλαβα να πάρω τίποτα. Ενα χαρτί, ένα ρούχο, τίποτα. Ακόμη και την άλλη μέρα που γυρίσαμε, καιγόταν. Ολα έγιναν τόσο γρήγορα και το μόνο που καταλάβαμε ήταν ότι έπρεπε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν». Ο 76χρο νος Νίκος Μπουργιαννόπουλος με τη σύζυγό του Χαραλαμπία ζουν στην Αρτέμιδα. Στη θέση του παλιού σπιτιού τους βρίσκεται τώρα μια πέτρινη διώροφη μονοκατοικία.

Στην άκρη της στρωμένης με πέτρα αυλής τους υπάρχει ο παλιός ξυλόφουρνος που δεν γλίτωσε από την καταστροφή. «Μας είχαν πει ότι θα τον έφτιαχναν και αυτόν, αλλά έμεινε έτσι» λέει με παράπονο το ηλικιωμένο ζευγάρι. Σαν να αντιπροσωπεύει αυτός ο φούρνος ένα κομμάτι της ζωής τους επαναλαμβάνουν ότι παραμένει άχρηστος, μισογκρεμισμένος στην κομψή αυλή, παρά την υπόσχεση. Η κ. Χαραλαμπία ζύμωνε και έψηνε εκεί το ψωμί των παιδιών της όλα της τα χρόνια.

Ο Μάκιστος απέχει περίπου τρία χιλιόμετρα από την Αρτέμιδα. Εκείνο το μεσημέρι, πριν από τρία χρόνια, από τον Μάκιστο πέρασε πρώτα η φωτιά που είχε ξεκινήσει από έναν άλλο οικισμό, το Παλαιοχώρι. Επτά μποφόρ ήταν η ταχύτητα του αέρα τότε. «Καλοκαίρι και από τον αέρα δεν μπορούσαμε να καθήσουμε έξω να φάμε», θυμάται η Ντίνα Πόθου. Και φέτος, όπως και τότε, βρίσκεται για τις καλοκαιρινές διακοπές με τα παιδιά της στο πατρικό της, στον Μάκιστο. Ο αδελφός της Επαμεινώνδας ζει μόνιμα εκεί, με την οικογένειά του. «Δεκαεπτά άνθρωποι χώρεσαν, ανέβηκαν στην καρότσα του αγροτικού μου και φύγαμε από το χωριό εκείνη την ημέρα. Τρέχαμε εμείς, από κοντά και η φωτιά». Η οικογένεια Πόθου είναι συγκεντρωμένη στην αυλή του καινούργιου σπιτιού της. Ο Μάκιστος ξαναχτίστηκε από την αρχή με δαπάνες της οικογένειας του Βαρδή και της Μαριάννας Βαρδινογιάννη, το όνομα των οποίων φέρει η πλατεία της. Ο πατέρας της οικογένειας Νίκος Πόθος, παρά τα χρόνια του και τις ταλαιπωρίες, είναι αισιόδοξος άνθρωπος. Ακόμη και όταν επί τρεισήμισι μήνες βρισκόταν στο νοσοκομείο με εγκαύματα από την πυρκαγιά- σώθηκε την τελευταία στιγμήήταν αισιόδοξος. «Εκείνη την ημέρα δεν βλέπαμε τίποτα. Ολα ήταν μαύρα. Τις άλλες βλέπαμε και τώρα βλέπουμε» λέει απλά, περιστοιχισμένος από τα εγγόνια του.

Το λεύκωμα
Η οικογένεια Πόθου που μετρά δύο συγγενείς της μεταξύ των θυμάτων της 24ης Αυγούστου 2007, ξεφυλλίζει το λεύκωμα που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Σύλλογο Μακισταίων. Ολες οι μνήμες από το «παλιό χωριό» περιλαμβάνονται σε αυτό τον τόμο. «Φύγαμε από το σπίτι με τα ρούχα που φορούσαμε.

Δεν προλαβαίναμε να πάρουμε τίποτα. Από συγγενείς καταφέραμε μετά να βρούμε φωτογραφίες από τον γάμο των γονιών μου, τα βαφτίσια των παιδιών μας», λέει η Γεωργία Πόθου που σερβίρει στα ποτήρια εμφιαλωμένο νερό. «Μετά την πυρκαγιά το νερό του δικτύου είναι ακατάλληλο για κατανάλωση. Ακόμη και τώρα, ύστερα από τρία χρόνια, εμφιαλωμένο πίνουμε».

Το πάρτι των παιδιών
Οι ελιές της οικογένειας όπως και των άλλων οικογενειών στον Μάκιστο καταστράφηκαν. Μαζί τους κάηκε και σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους. Στη μικρή πεδιάδα κάτω από το ύψωμα του χωριού μεγαλώνουν νεαρά δένδρα. Πιο ψηλά, στα βουνά, έχουν μείνει μόνο οι γυμνοί κορμοί του καμένου δάσους. «Ισως τα παιδιά μας ξαναδούν δάσος όπως όταν μεγαλώναμε εμείς», λέει η Ντίνα Πόθου. Αλλωστε, τα παιδιά έδωσαν το μήνυμα της ζωής στον Μάκιστο πριν από μερικές ημέρες. «Κανείς μας δεν είχε ιδιαίτερο κέφι για γιορτές, αλλά τα παιδιά αποφάσισαν να κάνουν πάρτι στην πλατεία. Μας παρακίνησαν να φτιάξουμε φαγητό», λέει η κ. Πόθου. «Μας φώναξαν και τους γονείς και παρουσίασαν... χορευτικό. Ηταν μια αναπάντεχη γιορτή που νομίζω ότι έκανε καλό σε όλους μας».

top